προσηλωμένους

προσηλωμένους
προσηλόω
nail
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)
προσηλόω
nail
pres part mp masc acc pl (doric aeolic)
προσηλόω
nail
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ζηλωτές — I Οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που αναφέρονται στη Βίβλο. Η αίρεση εμφανίστηκε στην Ιουδαία κατά το β’ μισό του 1ου αι. π.Χ. Οι ρίζες της ανάγονται στην εποχή των Μακκαβαίων. Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας απέκτησε και πολιτικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”